γαιήιος — γαιήϊος , Γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαιήιος — Γαιήϊος , Γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαιήιον — γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαιηίους — γαιηΐους , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαιήια — γαιήϊα , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαιήιον — Γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg Γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek
Γαιηίους — Γαιηΐους , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαιήια — Γαιήϊα , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)