γαιήιος

γαιήιος
γαιήιος. -η, -ον (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε απ' τη γη
2. ο γήινος («βίου βροτέου γαιήια δεσμά·» — τα γήινα δεσμά της ανθρώπινης ζωής)
3. (κύρ. όν.) Γαιήιος ή Γαίειος
επίκληση του Ποσειδώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαία (κατά τα επίθετα σε -ήιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαιήιος — γαιήϊος , Γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαιήιος — Γαιήϊος , Γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαιήιον — γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαιηίους — γαιηΐους , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαιήια — γαιήϊα , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαιήιον — Γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg Γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

  • Γαιηίους — Γαιηΐους , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαιήια — Γαιήϊα , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”